μικρός

μικρός
μικρός, ά, όν (‘small’ Hom.+) comp. μικρότερος, έρα, ον
pert. to a relatively limited size, measure, or quantity, small, short
of stature Lk 19:3. Perh. also Ἰάκωβος ὁ μικρός (ὁ μ. after a person’s name: Aristoph., Ran. 708; X., Mem. 1, 4, 2; Aristot., Pol. 5, 10 p. 1311b, 3; Diog. L. 1, 79 of a ‘younger’ Pittacus; Sb 7576, 6 [I A.D.]; 7572, 10 [II A.D.]) Mk 15:40 (s. Ἰάκωβος 3). This pass. may possibly belong to
of age. Subst.: the little one, the child (ὁ μικρός Menand., Sam. 39f; PLond 893, 7 [40 A.D.]; PFay 113, 14. ἡ μικρά PLond III, 899, 6 p. 208 [II A.D.]) Mt 18:6, 10, 14.—For the designation of all the members of a group as μικροὶ κ. μεγάλοι, etc. cp. μέγας 1d: Ac 8:10; 26:22; Hb 8:11 (Jer 38:34); Rv 11:18; 13:16; 19:5, 18; 20:12.
of distance. Adv.: a short distance, a little way (X., Cyr. 1, 2, 15; Dionys. Byz. §8 and 13) προελθὼν μικρόν (Ps.-Demetr. 226) Mt 26:39; Mk 14:35.
of time
α. adj. short, of time χρόνον μικρόν (Pla., Rep. 6, 498d; Ael. Aristid. 34 p. 661 D.; Is 54:7) J 7:33; cp. 12:35; Rv 6:11; 20:3.
β. adv. a short time, a little while (Jos., Ant. 4, 159; 8, 405) J 13:33 (cp. Job 36:2); Hs 9, 4, 4; 9, 5, 1 (v.l.). μικρόν for a moment (Menand., Epitr. 474 J.=538 Kö.; JosAs 15:14; ParJer 2:9; cp. πρὸς μ. μ. ‘little by little’ GrBar 7:3) Hv 4, 1, 6. μετὰ μικρόν after a short while (Just., D. 56, 17; Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 2 Jac.; Lucian, Dial. Mort. 15, 3; Synes., Dio 1 p. 234, 5 NTerzaghi [’44]) Mt 26:73; Mk 14:70. (ἔτι) μικρὸν καί … in a little while, lit. ‘yet a little while, and’=soon (Ex 17:4; Jer 28:33; Hos 1:4; TestJob 24:1) J 14:19; 16:16–19. ἔτι μ. ὅσον ὅσον = soon Hb 10:37; 1 Cl 50:4 (both Is 26:20; s. B-D-F §127, 2; 304; Rob. 733).
of mass or compass relative to things
α. small (X., Mem. 3, 14, 1 μ. ὄψον; TestAbr B 8 p. 112, 20 [Stone p. 72] πύλη; ApcSed 11:3 μ. κτίσμα; ViIs, ViEzk, ViHab, ViJer, et al. 3 [p. 69, 7 Sch.] ὕδωρ; Just., A I, 19, 1 ῥανίς) μικρότερον πάντων τ. σπερμάτων the smallest of all seeds Mt 13:32; Mk 4:31 (s. σίναπι.—Alex. Aphr., An. II 1 p. 20, 14 οὐδὲν κωλυθήσεται τὸ μέγιστον ἐν τῷ μικροτάτῳ γενέσθαι σώματι). μικρὰ ζύμη a little (bit of) leaven 1 Cor 5:6; Gal 5:9. Of the tongue μικρὸν μέλος a small member Js 3:5 (cp. Eur., Fgm. TGF 411).
β. subst. neut. (τὸ) μικρόν what is insignificant, small τὸ μ. τηρεῖν 2 Cl 8:5 (apocr. saying of Jesus). μικρὰ φρονεῖν περί τινος think little of someth. 2 Cl 1:1f (μικρὸν φρονεῖν Soph., Aj. 1120; Plut., Mor. p. 28c).—Pl. insignificant things, trifles (Aelian, VH 2, 27) μικρὰ κατʼ ἀλλήλων ἔχειν have trifling complaints against each other Hs 8, 10, 1b.
γ. subst. neut. a little μικρόν τι (Diod S 1, 74, 1; Ael. Aristid. 48, 37 K.=24 p. 474 D.; UPZ 70, 3 [152/151 B.C.]; cp. Just., D. 115, 6 ἓν δὲ μ. ὁτιοῦν) a little 2 Cor 11:16. μ. τι ἀφροσύνης vs. 1 (Procop. Soph., Ep. 80 μοὶ μικρὸν δίδου νεανιεύεσθαι). παρὰ μικρόν (Isocr. 19, 22; Dionys. Byz. §3 and 50; Ps 72:2; Ezk 16:47; PsSol 16:1; Jos., C. Ap. 2, 270) except for a little, nearly Hs 8, 1, 14. κατὰ μικρόν in brief (Galen XIX p. 176 K.: Lucian, Catapl. 17, De Merc. Cond. 35) 1:5. μικροῦ δεῖν early, almost AcPl Ha 3, 34 (Jos., C. Ap. 2, 168 al.).
small in number (Gen 30:30; 47:9) τὸ μικρὸν ποίμνιον Lk 12:32.
pert. to being of little import, unimportant, insignificant
of pers. lacking in importance, influence, power, etc. εἷς τῶν μικρῶν τούτων one of these humble folk (disciples? so Goodsp.) Mt 10:42; Mk 9:42 (Kephal. I 189, 6–19; 201, 30 interprets ‘the little ones who believe’ as catechumens. But the Gk. word μικρός is not found in the Coptic text); Lk 17:2. OMichel, ‘Diese Kleinen’, e. Jüngerbezeichnung Jesu: StKr 108, ’37/38, 401–15. ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τ. οὐρανῶν the one of least importance in the Kingdom of Heaven (but FDibelius, ZNW 11, 1910, 190–92 and OCullmann, ConNeot 11, ’47, 30 prefer ‘youngest’, and refer it to Christ) Mt 11:11; cp. Lk 7:28. ὁ μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων the one who is least among you all 9:48.
small, insignificant (Ath. 23, 3 δόξαι) δύναμις Rv 3:8. μισθός 2 Cl 15:1b (cp. a: μ. συμβουλία). ἐπιθυμίαι Hs 8, 10, 1a.
the state of being small, smallness subst. neut. ἐκ μικροῦ αὐξῆσαι Mt 20:28 D.—B. 880. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”